- εφοπλισμός
- ο мор. вооружение, оснащение, снаряжение (действие)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφοπλισμός — ο η ενέργεια τού εφοπλίζω, ο εξοπλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφοπλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
εφόπλισμα — το ο εφοπλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφοπλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
συνεφοπλισμός — ο, Ν ναυτ. συμπλοιοκτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εφοπλισμός (< ἐφοπλίζω «ετοιμάζω, παρασκευάζω»), πρβλ. εφοπλιστής] … Dictionary of Greek